- ψυχοθεραπευτικός
- -ή, -ό, Ν [ψυχοθεραπευτής]ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία («ψυχοθεραπευτική μέθοδος»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψυχοθεραπευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχοθεραπεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)